βραδύτητα

βραδύτητα
η
1. η αργή κίνηση, η έλλειψη ταχύτητας: Η χελώνα διακρίνεται για τη βραδύτητά της.
2. η καθυστέρηση, η αργοπορία: Η βραδύτητα της άφιξης του τρένου οφείλεται σε πολλούς λόγους.
3. μτφ., η νωθρότητα, η οκνηρία: Η βραδύτητα της κίνησής του οφείλεται στην τεμπελιά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… …   Dictionary of Greek

  • βραδυτῆτα — βραδυτής slowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • поздьньство — ПОЗДЬНЬСТВ|О (1*), А с. Позднее время: подобаѥть вѣрьныимъ. въ полѹнощьныи часъ по велицѣи сѹботѣ поститисѧ. б҃жствьныима евангелистома гл҃ющема маѳеови и лѹцѣ. овомѹ гл҃ющю въ вечеръ сѹботьныи прѣжде гл҃ѥмъ. овомѹ же зѣло рано поздьньство нощи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… …   Dictionary of Greek

  • αλικόντιση — η [αλικοντίζω] 1. το αλικόντι 2. βραδύτητα, καθυστέρηση …   Dictionary of Greek

  • αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • αποσπεύδω — ἀποσπεύδω (Α) 1. προσπαθώ να εμποδίσω, να αποτρέψω κάτι με κάθε τρόπο 2. ενεργώ με βραδύτητα …   Dictionary of Greek

  • βράδος — βράδος, το (Α) βραδύτητα, αργοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς, πιθ. κατά το τάχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”